δοκίμαζε

δοκίμαζε
δοκιμάζω
assay
pres imperat act 2nd sg
δοκιμάζω
assay
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγκύλιο — Μικρή ασπίδα που είχε πέσει, κατά τη μυθολογία, από τον ουρανό της Ρώμης επί βασιλείας του Νουμά. Ένας χρησμός ανέφερε πως η έδρα της αυτοκρατορίας θα βρισκόταν πάντα εκεί όπου θα υπήρχε στο μέλλον αυτή η ασπίδα. Ο Νουμάς έβαλε τότε τον επιδέξιο… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • δειπνοκλήτωρ — ( ορος), ο (Α) 1. αυτός που προσκαλεί σε δείπνο 2. αξιωματούχος τής περσικής αυλής που δοκίμαζε τα φαγητά και καθόριζε τη σειρά για το σερβίρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + κλήτωρ «αυτός που καλεί ή προσφέρει δείπνο»] …   Dictionary of Greek

  • εδέατρος — ἐδέατρος, ο (Α) 1. αυτός που δοκίμαζε το φαγητό τού βασιλιά μπροστά του για λόγους ασφάλειας 2. (στους Πέρσες) αυτός που φρόντιζε το βασιλικό δείπνο 3. οικονόμος …   Dictionary of Greek

  • θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… …   Dictionary of Greek

  • μειλίχιος — Προσωνυμία του Δία στη Σικυώνα, στο Άργος, στον Πειραιά και κυρίως στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Παυσανία, υπήρχε ναός του Μειλιχίου Διός κοντά στον Κηφισό· εκεί, ο Θησέας υποβλήθηκε σε κάθαρση όταν επέστρεψε στην πόλη μετά τους φόνους των ληστών… …   Dictionary of Greek

  • Χαρουνόμπου, Σουζούκι — (Τόκιο 1724 – 1770). Ιάπωνας ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Σιγκενάγκα και επηρεάστηκε από τα έργα του Σουκενόμπου και του Τοϋνόμπου. Η σημαντικότερη ανανεωτική εργασία του σημειώνεται στην τελευταία δεκαετία της ζωής του, κατά τη λαμπρότερη περίοδο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”